- φυσιογνωστικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωσία2. φρ. «φυσιογνωστικές επιστήμες»(παλαιός όρος) το σύνολο τών επιστημών που αναφέρονται στη φύση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιογνωσία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ιω. Σκαλτσούνη].
Dictionary of Greek. 2013.